λωροτόμος

λωροτόμος
λωρο-τόμος, ον,
A cutting thongs, Hsch. s.v. σκυτοτόμος, Sch.Pl.Grg.517e, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).216.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λωροτόμος — λωροτόμος, ον (AM) αυτός που κόβει δέρματα σε λουρίδες, που κατασκευάζει λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρος + τόμος (< τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • λωροτόμος — cutting thongs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωροτόμον — λωροτόμος cutting thongs masc/fem acc sg λωροτόμος cutting thongs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωροτόμους — λωροτόμος cutting thongs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • λωροτομώ — λωροτομῶ, έω (AM) [λωροτόμος] κόβω λουριά, κατασκευάζω λουρίδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”